- κυψελίτης
- ο (Α κυψελίτης) [κυψελίς]φρ. «κυψελίτης ρύπος» — η κυψελίδα τού αφτιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυψελίτης — wax in the ears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek